23 τοῦ Ἰούνη: Παραμονὴ τ’ Ἅη Γιάννη τοῦ Κλήδωνα…

  • από

23 τοῦ Ἰούνη. Εἶναι παραμονὴ τοῦ Ἄη Γιάννη καὶ ἕνα πανάρχαιο ἔθιμο ἐκτυλίσσεται στὶς γειτονιές, ὁ Κλήδονας. Μὲ τὶς ρίζες του στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, σμίγει τὸ παρελθὸν μὲ τὸ παρόν, ἀνασκαλεύοντας μνῆμες πανάρχαιες! Καὶ διαβάζουμε στὸ βιβλίο τοῦ κου Μιχάλη Μπουναρτζίδη, «Προσευχὴ γιὰ τὶς καινούργιες πατρίδες»:

«Την άλλη μέρα, παραμονή του Αη Γιάννη τα παιδιά είχαν δουλειά. Με το που βγήκαν απ τα σπίτια τους άρχισαν το μάζεμα των ξύλων για τις φωτιές. Γύριζαν παντού, μάζευαν ό,τι έβρισκαν που μπορούσε να καεί, κλαδιά, παλιά άχρηστα σανίδια, τσαλιά απ τους θάμνους, ξερά ξύλα απ το δάσος που δεν είχαν ακόμα σαπίσει. Ετοίμαζαν φωτιές στο μαχαλά τους, στα σοκάκια, στις πλατείες. Έφτιαξαν και την πιο μεγάλη στην κάτω πλατεία. Η μέρα ήταν ατέλειωτη έτσι κι αλλιώς, αλλά στα παιδιά φάνταζε πως δεν σκόπευε ο ήλιος να γύρει. Αύριο ήταν η γιορτή του… Αρχαίο ηλιοστάσιο, παντρεμένο στη στροφή των χρόνων με τη χριστιανική παράδοση… Του Αη Γιάννη του Κλήδονα, σύμβολο της καλής τύχης, της εύνοιας, της καλής υγείας. Πύρα, αδιάκοπη από την αρχαιότητα, πράξη εξαγνισμού η υπερπήδηση της φωτιάς, και τα λουλούδια που κρατούν τα κορίτσια στα χέρια τους, για να ράνουν τον ήλιο στη μεγαλοσύνη του… Οι άνθρωποι μαζεύονταν σιγά-σιγά πριν να σουρουπώσει. Οι φωτιές είχαν ζωντανέψει. Τα παιδιά από νωρίς είχαν αρχίσει να φέρνουν γύρω-γύρω, να πηδάνε από πάνω με φόρα, να παίζουν, να γελάνε… Πιο ύστερα έφθασαν τα παλληκαράκια, τ ανύπαντρα, δυνάμωσαν τις φωτιές να θεριέψουν, έκαναν πέρα τα μικρά, να δείξουν τη λεβεντιά τους στα κορίτσια οι πιο μεγάλοι…

Τα όργανα στήθηκαν σε μια γωνιά της πλατείας, ένα νταούλι, μια γκάιντα, ένα τουμπελέκι, ένα ούτι. Έφταναν αυτά για να ξυπνήσουν σιγά-σιγά τις ψυχές, να ζεσταθούν οι καρδιές, να ξελευθερωθούν τα πόδια και τα μεριά. Πότε αργά, μακρόσυρτα, μελωδικά, σαν για ν αναστηθεί ο πανάρχαιος πρόγονος, ο Ορφέας, να τραγουδήσει κι αυτός και να σωπάσουν τ απέραντα δάση της Θράκης να τον ακούσουν. Πότε γοργά, τραχειά, ανταριασμένα, σαν για ν αναστηθεί για άλλη μια φορά ο νιός θεός, ο Διόνυσος, να γλεντήσει μαζί τους για τη μέρα που θα ξημέρωνε. Τη μέρα που θριαμβεύει το φώς, που δοξάζεται ο ήλιος.

Σαν να είχε συμφωνήσει και το φεγγάρι που κόντευε στη γέμιση, έκανε κι αυτό ό,τι μπορούσε για να μη σκοτεινιάσει εκείνη τη βραδιά, κάνοντας τον προξενητή ανάμεσα στον ήλιο και τους ανθρώπους. Κι αυτοί, έτρεχαν και περνούσαν πάνω απ τις φωτιές, πότε μοναχοί τους, πότε πιασμένοι χέρι-χέρι, μια και δυό και τρεις να ξορκίσουν το κακό κι έπειτα στέκονταν παράμερα, να πάρουν σειρά κι οι άλλοι… Ύστερα έμπαιναν στο χορό. Αντρίκια πρόσωπα χαμογελαστά, μάγουλα αναψοκοκκινισμένα απ την πύρα κι απ το ρακί, ζωνάρια σφιχτά δεμένα πάνω απ τα μαύρα πουτούρια, χοντρά γουρουνοτσάρουχα που κοπανούσαν με δύναμη πάνω στις πέτρινες πλάκες… Πρόσωπα γυναικεία με βλέμμα καθαρό, βήματα μετρημένα, κορμιά ορθά μέσα στις πλουμιστές γιορτινές φορεσιές… Κι η γκάιντα και το νταούλι και το ούτι και το τουμπελέκι ν ανταμώνουνε με τις φωνές που τραγουδούσαν, και ν ανεβαίνουν οι καρδιές στον ουρανό… «Κρουν τα νταούλια ουρί Στέριουμ’», «Δω στα λιανουχουρταρούδια», «Γιώργης στου χουράφ θα πάει», «Δυό πουλάκια τα καημένα», «Γω στα ξένα περπατούσα», «Δυό βασιλιάδις πουλιμούν», «Μια πέρδικα απ το βουνό» και δώστου καρσιλαμάδες, και ζωναράδικα και μπαϊντούσκες…»

~~~

«Προσευχὴ γιὰ τὶς καινούργιες πατρίδες», τοῦ Μιχάλη Μπουναρτζίδη, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, 2010

ΠΗΓΗ: https://ilovethrace.wordpress.com/2014/07/11/%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bf%ce%bd%e1%bd%b4-%cf%84-%e1%bc%85%ce%b7-%ce%b3%ce%b9%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b7-%cf%84%ce%bf%e1%bf%a6-%ce%ba%ce%bb%ce%ae%ce%b4%cf%89%ce%bd%ce%b1/?fbclid=IwAR1dUaKiy4WqVHls8NuRjF7p5sgtzJmWKuTIilegGCXP9mhKO62UBLiyD_E

Δείτε Επίσης

Ετικέτες:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *