Χατζούδα Δέσπω

  • από

Ειν΄του Σουφλί-μουρή Δέσπω μου-ειν’ του Σουφλί τρανό χουργιό
τρανό κι πινιμένου-μουρή Δέσπω μου-τρανό κι πινιμένου-Σουφλιουτούδα μου
καμιά Ρουμιά-μουρή Δέσπω μου-καμιά Ρουμιά δεν τούρκιψι,
καμιά κι δεν του κάνει-μουρή Δέσπω μου-καμιά κι δεν του κάνει-Σουφλιουτούδα μου
Χατζούδα Δέσπω-μουρή Δέσπω μου-Χατζούδα Δέσπω τούρκιψι
κι πήρι Τούρκον άντρα-μουρή Δέσπω μου-κι πήρι Τούρκον άντρα-Σουφλιουτούδα μου
Στου Χότζα την – μουρή Δέσπω μου-στου Χότζα την πααίνουνι
για να την ξεβαφτίσει-μουρή Δέσπω μου-για να την ξεβαφτίσει-Σουφλιουτούδα μου
Του φιριτζέ την έρριξαν, Τούρκισσα να την κάνουν
“Δε θέλου γω τουν φιριτζέ, μον’ θέλου το τσιμπέρι”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *