ΤΡΥΓΟΝΑ (Αυτού ψηλά που περπατείς)

  • από

Ν-αυτού ψηλά που περπατείς, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα,
και χαμηλά λογιάζεις, τρυγόνα μου γραμμένη
Mην είδες τον ασίκη μου, τρυγόνα, μωρή τρυγόνα,
τον αγαπητικό μου, τον άντρα το δικό μου;
Ν-εψές προψές τον είδαμε στον κάμπο ξαπλωμένο
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *