ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΑΜΗΛΑΣ – ΑΚ ΜΠΟΥΝΑΡ ΑΝ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ {παραμονή πρωτοχρονιάς}

  • από

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΑΜΗΛΑΣ – ΑΚ ΜΠΟΥΝΑΡ ΑΝ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ {παραμονή πρωτοχρονιάς}
—————————————————————————
Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζής ρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα. Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας.

“Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα;
Η τόπους είνι ιρός;
ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει).
Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό.
Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί,
πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα,
‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού,
σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει).
Χουρεύ(ει) ως καπ,
α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα.
Πεφτν οι παπούκες πχακών
‘ν καμήουα να τ’ σφαξν
να μην πάει τζιάμπα.
Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα,
δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα,
η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι).
Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει,
του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο
να του δώσουμι,
να ιδούμι δα να πιράσ(ει);
Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι…
Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα,
να πιη κι άθραπους ουπχάτ,
πάλι δεν ένιτι δλεια,
η καμήουα δεν ταράζιτι,
να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει.
Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει)
η δλεια που είνι,
δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί,
αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι,
θα σκουθεί.”
——————————————————–
Γιάννης Πραντσίδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *