Το έθιμο “Μπαμπουσιάρος” στο Ρήγιο

  • από

Της Δρ Ελένης Φιλιππίδου

Ο Μπαμπούσιαρος ή Μπομποσιάρης είναι ένα θρακικό αναβλαστικό χορευτικό δρώμενο του Δωδεκαημέρου.
Το δρώμενο αυτό τελείται στην περιοχή του βορείου Έβρου από τις κοινότητες, στις οποίες διαβιούν
Αρβανίτες που μετοίκησαν σε αυτήν από το Μεγάλο Ζαλούφι, το οποίο σήμερα βρίσκεται στην τουρκική
Θράκη. Από τις μεγαλύτερες αρβανίτικες κοινότητες της περιοχής που τελούν το δρώμενο είναι το Νέο
Χειμώνιο και το Ρήγιο. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο κοινότητες κατοικούνται κατά πλειοψηφία από
Αρβανίτες του Μεγάλου Ζαλουφίου, υπάρχει μία διένεξη μεταξύ τους, καθώς η κάθε κοινότητα θεωρεί
πως το δικό της δρώμενο είναι καλύτερο από το αντίστοιχο της άλλης. Σκοπός της ερευνητικής αυτής
εργασίας είναι η υπέρβαση της συμβατικής περιγραφής του χορευτικού δρωμένου και η προσέγγιση
του υπό τους όρους της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ειδικότερα, με σημείο αναφοράς
το ρευστό χαρακτήρα κατασκευής της ταυτότητας, η εργασία αυτή θέτει την ερμηνεία του δρωμένου
ως παράμετρο της συγκρότησης της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας. Η συλλογή των δεδομένων
πραγματοποιήθηκε με την εθνογραφική μέθοδο, όπως αυτή εφαρμόζεται στην επιστήμη του χορού,
ενώ η καταγραφή του χορών του δρωμένου με το σύστημα σημειογραφίας του Laban. Για την ανάλυση
της δομής και μορφής των χορών, καθώς και της κωδικοποίησής τους χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχα η
δομική-μορφολογική και τυπολογική μέθοδος ανάλυσης, ενώ η σύγκριση των δεδομένων βασίστηκε
στη συγκριτική μέθοδο. Τέλος, προκειμένου να προσεγγισθεί το ζητούμενο της έρευνας σε σχέση με
τους όρους της ταυτότητας και ετερότητας, υιοθετήθηκε το θεωρητικό μοντέλο «εμείς»/«άλλοι». Από
την ανάλυση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι, σε τοπικό επίπεδο, οι Αρβανίτες του βορείου Έβρου
διαθέτουν δύο πολιτισμικές ταυτότητες, μία κοινή και μία διαφορετική, οι οποίες άλλοτε συναρθρώνονται
και άλλοτε αλληλοαναιρούνται.

Εισαγωγή
Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο ονομάζεται η περίοδος των δώδεκα ημερών και νυχτών, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί του Αγιασμού, στις 6 Ιανουαρίου, οπότε και επικρατεί το έθιμο
της μεταμφίεσης με ρίζες στην αρχαία ελληνική λατρεία (Τρακασοπούλου-Σαλακίδου 1998). Στη Θράκη, προάγγελος των Χριστουγέννων είναι οι ομάδες των παιδιών που τραγουδούν τα «κόλιαντα», μια
μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, την
παραμονή και ανήμερα των Χριστουγέννων, τα παλληκάρια του κάθε χωριού γυρίζουν στα σπίτια της
εκάστοτε κοινότητας τραγουδώντας τη γέννηση του Χριστού.
Τις ομάδες αυτές των παλληκαριών, τις τσέτες όπως τις ονομάζουν, τις συνόδευε πάντα ένα παλληκάρι ζωομορφικά μεταμφιεσμένο και κουδουνοφόρο, το οποίο ήταν ο προστάτης της τσέτας, αλλά
θεωρούνταν ότι διακύρηται και το μήνυμα της γέννησης του Θεανθρώπου. Ζωομορφική μεταμφίεση
έχει και το χορευτικό δρώμενο του Μπαμπούσιαρου ή Μπομποσιάρη, το οποίο τελείται σε προσφυγικές
κοινότητες των οποίων οι κάτοικοι προέρχονται από την περιοχή Ουζούν Κιουπρού (Μακρά γέφυρα)
της Ανατολικής Θράκης. Δύο από τις κοινότητες αυτές που τελούν ακόμη και σήμερα το χορευτικό
αυτό δρώμενο είναι το Ρήγιο Διδυμοτείχου και το Νέο Χειμώνιο Ορεστιάδας, στις οποίες διαβιούν
κυρίως Αρβανίτες πρόσφυγες. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι και οι δύο κοινότητες κατοικούνται κατά
πλειοψηφία από Αρβανίτες, υπάρχει μία «διένεξη» μεταξύ τους, καθώς η κάθε κοινότητα θεωρεί πως το
δικό του δρώμενο είναι «καλύτερο» ή μάλλον «σωστότερο» και «αυθεντικότερο», όπως αναφέρουν οι
πληροφορητές, από αυτό του άλλου οικισμού (Φιλιππίδου κ.ά. 2007, 2010).
386
Από την ανασκόπηση της συναφούς βιβλιογραφίας προκύπτει η παντελής έλλειψη ενασχόλησης των
ερευνητών με το χορευτικό δρώμενο του Μπαμπούσιαρου ή Μπομποσιάρη. Μία σύντομη περιγραφή
του δρωμένου υπάρχει στη μονογραφία του Χρήστου Ρουσόπουλου (1977), ο οποίος επικεντρώνει το
ερευνητικό του ενδιαφέρον στο διαδικαστικό μέρος του εθιμοτυπικού του δρωμένου, αντιμετωπίζοντάς
το είτε ως επιβίωση αρχαϊκών λατρευτικών πρακτικών, είτε ως λαογραφικό γεγονός.
Σκοπός της ερευνητικής αυτής εργασίας είναι η υπέρβαση της συμβατικής περιγραφής του χορευτικού δρωμένου και η προσέγγιση του υπό τους όρους της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Ειδικότερα, με σημείο αναφοράς το ρευστό χαρακτήρα κατασκευής της ταυτότητας, η εργασία αυτή θέτει την ερμηνεία του δρωμένου ως παράμετρο της συγκρότησης της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας.
Μεθοδολογικές επισημάνσεις
Η συλλογή των εθνογραφικών δεδομένων έγινε με βάση την επιτόπια εθνογραφική μέθοδο (Κυριακίδου-Νέστορος 1981, 1993, Λυδάκη 2001), όπως αυτή χρησιμοποιείται στην περίπτωση του χορού και,
ειδικότερα, εθνογραφία του χορού «οίκοι» (Buckland 1999, Giurchescu & Torp 1991, Kaeppler 1999,
Koutsouba 1999, Sklar 1991). Πιο συγκεκριμένα, η εθνογραφική μέθοδος βασίστηκε στη χρήση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Οι πρωτογενείς πηγές αναφέρονται στα δεδομένα που προέρχονται
από την επιτόπια προκαταρκτική έρευνα: α) με τη μορφή της συμμετοχικής παρατήρησης (Γκέφου-Μαδιανού 1997, Κυριακίδου-Νέστορος 1981, Λυδάκη 2001), η οποία θεωρείται ως η βασική μέθοδος της
επιτόπιας έρευνας, διότι ο ερευνητής, προκειμένου να συλλάβει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την
«κοινωνική πραγματικότητα» καθώς και τις ενέργειες των ατόμων της κοινότητας που ερευνά, πρέπει
να «βιώσει» με τον «εντόπιο» τρόπο τις συμπεριφορές και τις ενέργειες τους, και β) με τη μορφή της
συνέντευξης από τους πληροφορητές (Tompson 2002).
Η μέθοδος προσέγγισης των δεδομένων της έρευνας είναι αυτή της προφορικής ιστορίας, μέσω της
οποίας προβάλλεται η μνήμη της καθημερινότητας των ανθρώπων ως ένα ερευνητικό πεδίο της κοινωνικής
ιστορίας (Thompson 2002). Η προφορική ιστορία αποτελεί μέρος της προφορικής παράδοσης, είναι τμήμα αφήγησης και έκφρασης προφορικού λόγου, και η ύπαρξή της εξαρτάται από τη δράση των ζωντανών
προσώπων της κοινότητας μέσω της μνήμης τους (Hirschon-Φιλιππάκη 1993). Σύμφωνα με την Κυριακίδου-Νέστορος (1993), «…στόχος της προφορικής ιστορίας είναι η συλλογική εμπειρία συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων και ο τρόπος με τον οποίο αυτή η εμπειρία μετουσιώνεται σε συλλογική μνήμη…» (σελ.
263). Η συλλογική μνήμη αποτελεί στοιχείο της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας εφόσον με την ανάκληση
των εμπειριών αναδημιουργείται και αναβιώνει το παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο, οι πληροφορητές, ως
φορείς της συλλογικής μνήμης, ιδιαίτερα εκείνοι της μεγαλύτερης ηλικίας που μεταφέρουν εντονότερα τις
διηγήσεις και τις μνήμες από τους παππούδες, γονείς, συγγενείς ή γείτονες, αποτελούν το σημείο αναφοράς,
το κοινό υπόβαθρο και το θεμέλιο πάνω στο οποίο ανασυγκροτείται η ζωή της κοινότητας.
Οι δευτερογενείς πηγές αναφέρονται στην ανασκόπηση και χρήση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας
(Thomas & Nelson 2003), η οποία κινήθηκε στον εντοπισμό τόσο πρωτογενών όσο και δευτερογενών
πηγών. Οι πρωτογενείς πηγές αφορούν στην άμεση πρόσβαση σε πρωτότυπα κείμενα συγγραφέων, ενώ
οι δευτερογενείς πηγές αναφέρονται στα συγγράμματα άλλων μελετητών, οι οποίοι αξιολογούν και
εξετάζουν τις πρωτογενείς πηγές.
Τα δεδομένα ταξινομούνται σύμφωνα με το μεθοδολογικό μοντέλο του van Gennep σε τρεις φάσεις
(van Gennep 1960, Λουτζάκη 1983-85): α) φάση πριν την τελετή, β) φάση κατά την τελετή και γ) φάση
μετά την τελετή. Πρόκειται για ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο έχει δυνατότητα εφαρμογής σε όλες τις
εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, που λειτουργούν ως εθιμικές διαδικασίες ή δρώμενα (van Gennep
1960). Για την καταγραφή του χορευτικού ρεπερτορίου που υφίσταται κατά τη διάρκεια τέλεσης του
Μπαμπούσιαρου ή Μπομποσιάρη και, πιο συγκεκριμένα της δομής των κινήσεων, χρησιμοποιήθηκε
το σημειογραφικό σύστημα του Laban και το σύστημα πηγαίας προσπάθειας του Laban (Κουτσούμπα
2005). Το σημειογραφικό σύστημα του Laban (Labanotation) έχοντας ως επίκεντρο το βασικό συστατικό στοιχείο του χορού, το στοιχείο της κίνησης, σε συνάρτηση με τον χώρο και τον χρόνο, μπορεί να
περιγράφει, να αναλύει και να αποτυπώνει στο χαρτί οποιαδήποτε μορφή κίνησης (Κουτσούμπα 2005).
Από την άλλη, το σύστημα πηγαίας προσπάθειας του Laban (Effort), καταγράφει τη δυναμική ή αλλιώς
την ποιοτική διάσταση της κίνησης (Κουτσούμπα 2005). Για την ανάλυση των χορών του χορευτικού
ρεπερτορίου χρησιμοποιήθηκε η μορφολογική μέθοδος (Τυροβολά 1994, 2001, 2010). Η σημαντικότητα της δομικο-μορφολογικής μεθόδου είναι ιδιαίτερη, καθώς καθορίζει όχι μόνο την εξωτερική δομή
των χορών, αλλά και το ύφος τους (Κουτσούμπα 2000). Η δομική άποψη στη μορφολογική προσέγγιση
387
συνοψίζεται στη θέση ότι τα πληροφοριακά δομικά χαρακτηριστικά του χορού αναζητούνται στον ίδιο
τον χορό και όχι στον ανώνυμο δημιουργό ή στο κοινωνικό του περιβάλλον (Τυροβολά 2001, 2010).
Για τη σύγκριση των δεδομένων, μεταξύ των δύο κοινοτήτων, χρησιμοποιήθηκε η συγκριτική μέθοδος (Ογκουρτσώφ 1983). Μέσω της σύγκρισης, δίνεται η δυνατότητα να αποκαλυφθούν και να παραβληθούν ανάμεσα στις δύο κοινότητες οι τυχόν ομοιότητες ή διαφορές μεταξύ των φάσεων του δρωμένου,
του χορευτικού ρεπερτορίου, καθώς και της δομής και μορφής των χορών, αντιμετωπιζόμενα ως προϊόντα
μιας μακράς εξελικτικής διαδικασίας που υπόκεινται στα τοπικά και ιδιαίτερα, κατά περίπτωση, κοινωνικο-ιστορικά δεδομένα (Ογκουρτσώφ 1983). Τέλος, προκειμένου να προσεγγισθεί το ζητούμενο της
έρευνας σε σχέση με τους όρους της ταυτότητας και ετερότητας, χρησιμοποιείται το θεωρητικό μοντέλο
«εμείς»/«άλλοι» δια μέσου του οποίου προσεγγίζεται η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας, καθώς και ο
τρόπος με τον οποίο αυτή συγκροτείται (Βρύζας 1997, Γκέφου-Μαδιανού 2003, Κοutsouba 1997).

Για το υπόλοιπο άρθρο πατήστε εδώ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ετικέτες:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *