Τούτο το καλοκαιράκι

  • από

Τούτο το – μαύρα μου μάτια – τούτο το καλοκαιράκι,
τούτο το καλοκαιράκι, κυνηγούσα ένα πουλάκι.

Κυνηγούσα, προσπαθούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα
κι έστησα τα ξόβεργά* μου κι ήρθε το πουλί κοντά μου*.

*ξόβεργα = μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθως ωδικά πουλιά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *