Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω στη Δαμάστα
άλλοι στρωμένοι καταγής, άλλοι το διπλοπόδι,
περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.
Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο αϊ-Γιώργης
με τ’ άγριό του τ’ άλογο κρατώντας καρφωμένο
τ’ άσπλαχνο το κοντάρι του στο διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται στο χώμα.