Τέσσερα τζιαι τέσσερα

  • από

Τέσσερα τζαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλληκάρκα πάσιν στον πόλεμον.

Στην στράταν που πααίννασιν επεινάσασιν
εκάτσασιν να φάσιν μα εδιψάσασιν.

Γυρεύκουν νάβρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.

Ερίψαν το λαχνίν τους πκοιός εννά κατεβεί
τζαι έππεσεν ο κλήρος πάνω στον πιο μιτσύν.

Δέστε με αδέρκια μου τζ’ εγιώ ’ννα κατεβώ
μεσ’ το ερημολάτσιν να βκάλω το νερόν.

Τζαι τότες τα αδέρκια του τον σφιχτοδέσασιν
μεσ’ το ερημολάτσιν τον κατεβάσασιν.

Εφκάρτε με αδέρκια μου γιατ’ ήβρα το νερόν
εν’ κότσινον τζ’ εν’ μαύρον μα τζαι φαρματζερόν.

Τζ’ ώσπου να τον τραβήσουσιν τζαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζαι τα φίθκια τον μισοφάασιν.

Να πείτε της μανούλλας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσύν εν θα τον ξαναδεί

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *