Σε βουνό θελ’ ν’ ανεβώ, να στήσω κήπο κήπο
και παράκηπο και ωραίο αμπέλι.
Για να έρχονται οι ξανθιές και οι μαυρομάτες
και οι μαυρομάτες, κι αυτές πανάθεμά τες.
Να μου ‘λεν αμπελουργέ, κόψε με σταφύλι
κόψε με σταφύλι και φίλα με στα χείλη.
Βγάλε τα παπούτσια σου κι έμπα μες στ’ αμπέλι
κι έμπα μες στ’ αμπέλι, κι ό,τι σ’ αρέσει κόψε.
Θέλεις μήλο κόψε, φάε, θέλεις κυδώνι
θέλεις κυδώνι, δραγάτης* δεν μαλώνει.
Ώσπου να βγει κι ώσπου να μπει η κόρη από τ’ αμπέλι
η κόρη από τ’ αμπέλι, εβγήκε γκαστρωμένη.
*δραγάτης = αγροφύλακας