Σαραντακκλησιώτσα

  • από

Τίνος κοράσ’ ορμίνιβι
του ‘ρμίνιβι και του έλιγι

Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή,
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή,
Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή .

Να ιδείς τους νιούς, να χαίρουντει,
τους γέρους να να μαρένουντει .

Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή,
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή,
Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή .

Εμάρανες κι εμένανε,
που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε .

Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή,
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή
να μη μπυκνοβγαίζεις στην αυλή,
Σαραντακκλησιώτ’σα γαλανή .

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *