Όρε σ’ ένα δεντρί περδικούλα μου
σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
όρε σ’ ένα δεντρί στον Παρνασσό
έγειρα ν ‘αποκοιμηθώ
Όρεν ούτε’ έγειρα περδικούλα μου
όρεν ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε έγειρα, ούτε πλάγιασα
όρε ούτε τον ύπνο χόρτασα
Όρε κι άκουσα πέ – περδικούλα μου
κι άκουσα πέρδικα ζαλιά
όρε κι άκουσα πέρδικα ζαλιά
κλαίει θρηνεί μες τα βουνά