ΡΑΝΤΟΥ

  • από

Μουρ’ Ράντου, µουρ’ µικρή, Ράντου ραβουνιασµέν΄,
ξέπλιξι τα µαλλιά σ’ κι φκιάσι ίσ΄κιλου,
ίσ΄κιλου ’πού καρεά κι απού λιφτουκαρεά
να κάτσουν τ’ αρχόντια να µιτρήσουν τ’ άσπρα,
να µιτρήσουν τ’ άσπρα, να πάρουν τη Ράντου,
τη Ράντου τη µικρή, την αρραβουνιασµέν΄.
Μουρ’ Ράντου, µουρ’ µικρή, έβγα να δώις τζ΄ουάπ΄
στ’ ασ΄κέρ΄ από ’ριτι, ’πό ’ριτι να σι πάρ΄,
µι χίλια ν-άλουγα, µι ογδόντα κουρκούλις.
Έβγα να δώις τζ΄ουάπ΄ πού δα τα δέσουµι».
«Τα ουβάλια δέστατι µέσα ζ’ νταή του ντάµ΄,
τ’ άλουγα δέστατι µέσα στου γκιούλ µπαχτσ΄ά,
πχά ’ν γκόκκιν΄ τη µηλιά, ζ’ γκίτ΄αρν΄ ’ν ντρανταφυλλιά

Ράντου = όνομα βουλγαρικής προέλευσης Radost = χαρά υπάρχει σαν βαπτιστικό όνομα θηλ. Rada και αρσ. Radko.
Στο Μεγάλο Μοναστήρι Ράντου είναι το χαϊδευτικό όνομα της Αρετής
Τζ΄ουάπ = απάντηση, απολογία
Κουρκούλα = κάρο σκεπασμένο με ύφασμα
ντάμ = στάβλος
Γκιούλ μπαχτσ΄άς = Τριανταφυλλόκηπος
πχά – ουπχάτ = αποκάτω
ουβάλια = βουβάλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *