Πουρπούρης – Δρώμενο Χριστουγέννων (Ισαάκιο)

  • από

Αντιπροσωπευτικό δρώμενο του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων στο Ισαάκιο που τελούνταν την δεύτερη ή τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων ήταν «Ο Πουρπούρης» ή «Πουρπούρ’ς». Ένα δρώμενο που ταξίδεψε από τους οικισμούς της επαρχίας της Μακράς Γέφυρας στα σημερινά χωριά της ίδιας ομάδας που πλέον το συναντάμε και με διαφορετικές ονομασίες όπως «Μπαμπούσιαρης» και «Μπαμπουσιάρια». Κατά την τέλεση του δρώμενου συμμετείχαν μόνο οι άντρες του χωριού και πρωταγωνιστής ήταν ο «Πουρπούρ’ς» που τον συνόδευε η γυναίκα του η «Κουρτουπούλα». Το όνομα της δήλωνε την προέλευση της καθώς καταγόταν απο το Κουρτάκιοϊ της Μακράς Γέφυρας. Η αμφίεση του Πουρπούρη ξεκινούσε από το πρωί, αμέσως μετά το τέλος της λειτουργίας της εκκλησίας, στο σπίτι του άντρα που θα ενσάρκωνε τον ρόλο του Πουρπούρη. Εκεί συγκεντρώνονταν όλοι οι άντρες που θα τον συνόδευαν για να τον βοηθήσουν με το ντύσιμο. Ο Πουρπούρης πάνω από την ανδρική φορεσιά της εποχής φορούσε μία γούνα από δέρμα προβάτου η οποία μεταγενέστερα αντικαταστάθηκε από το «γιαμπουρλούκ(ι)». Στην μέση φορούσε μία ζώνη από την οποία κρέμονταν κουδούνια και μικρά «γκαρτσούνια» δηλαδή νεροκολοκύθες που σκόπιμα τα κουνούσε όταν περπατούσε για να παράγουν δυνατό ήχο. Στο πρόσωπο φορούσε μία μάσκα καμωμένη από μεγάλη «γκαρτσούνα» και γένια από μαλλιά προβάτου και στο κεφάλι ένα ζευγάρι κέρατα από βόδι. Η τρομακτική αμφίεση του Πουρπούρη ολοκληρωνόταν με ένα μεταλλικό ξίφος που το κρατούσε πάντα στο χέρι. Η Κουρτουπούλα φορούσε μία γυναικεία ατημέλητη φορεσιά και στα χέρια κρατούσε μία ρόκα και ένα σφοντύλι. Ο άντρας που θα μεταμφιεζόταν σε Κουρτουπούλα φρόντιζε να έχει μουστάκι. Οι άντρες που συνόδευαν τον Πουρπούρη στα χέρια τους κρατούσαν «τζουμπανίκια», βέργες ξύλινες δηλαδή ώστε να απομακρύνουν τα σκυλιά που συναντούσαν στο δρόμο άλλα και για να δίνουν ρυθμό στο τραγούδι χτυπώντας τα στη γή. Κάποιοι από αυτούς είχαν πάνω τους και «χιιμπέδες» για να φυλάσσουν τα δωρίσματα που τους έδιναν στα σπίτια που επισκέπτονταν, όπως κρασί, ψωμί και κρέας από το γουρούνι που είχαν σφάξει οι νοικοκυραίοι για τα Χριστούγεννα. Μόλις τελείωνε η διαδικασία του ντυσίματος του Πουρπούρη και ήταν όλοι έτοιμοι, ξεκινούσαν για να γυρίσουν όλο το χωριό, με πρώτη στάση στο σπίτι του παππά. Σε κάθε σπίτι που σταματούσαν τραγουδούσαν τα κάλαντα « Σαράντα μέρες έχουμι, Χριστό που καρτηράμι…» με ξεχωριστό τραγούδι για τον νοικοκύρη του κάθε σπιτιού που ανάλογα την περίπτωση άλλες φορές αναφερόταν στο νέο, άλλες φορές στην νέα και άλλες στο νεογέννητο. Σε κάθε σπίτι που σταματούσαν αφού τελείωναν με τα κάλαντα και τις ευχές, οι γυναίκες του σπιτιού κερνούσαν τον Πουρπούρη και την συνοδεία του, και από σπίτι σε σπίτι μαζευόταν όλη η γειτονιά και παρακολουθούσε την πομπή. Ο Πουρπούρης με την τρομαχτική του εμφάνιση επιτίθονταν στους κατοίκους που παρακολουθούσαν και όταν τους πλησίαζε αυτοί έσπευδαν να τρέξουν μακριά. Όταν οι άντρες της πομπής περιπαιχτικά ενοχλούσαν την Κουρτουπούλα, ο Πουρπούρης την υπερασπιζόταν απειλώντας τους με το ξίφος του. Με αυτόν τον τρόπο γυρνούσαν όλο το χωριό για να καταλήξουν στο τέλος στο μεσοχώρι όπου εκεί έστηναν το γλέντι με φαγοπότι απο τα δωρίσματα που είχαν συγκεντρώσει από τα σπίτια που είχαν επισκεφτεί. Το γλέντι διαρκούσε μέχρι το βράδυ.

ΠΗΓΗ: CD Νερ για δγείτι αφηγκραστείτι
Ε.Λ.Σ.Δ. ¨Τα Δίδυμα Τείχη¨

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *