Ποτέ μου δεν εζήλεψα

  • από

Ποτέ μου δεν εζήλεψα σ’ αμπέλια σε περβόλια, 
καλά περβόλια.
Όσο ζηλεύω οι τσ’ εδικούς όντε μονομεργιούνε
περί του να `ναι κι αδερφοί
γή’ όλο πρωτοξαδέρφια, γη να `ναι μπάρμπας κι ανηψιός