Περιβό- περιβόλι μου, περιβόλι μ’ οργωμένο,
περιβόλι μ’ οργωμένο, μαργαριταροσπαρμένο.
Έχεις γύρω-γύρω αλτάνες (1) και στη μέση ματζουράνες
έχεις μια μηλιά στη μέση που βεργολυγάει να πέσει
πάει ο νιος να κόψει μήλα, και μαραίνονται τα φύλλα
κι η μηλιά αναστενάζει, τον περιβολάρη κράζει.
Πού ’σαι αφέντη που μ’ ορίζεις, και κυρά που με ποτίζεις
θα μ’ αρπάξουνε τα μήλα, και θα βρείτε μόν’ τα φύλλα.
(1) αλτάνα : περιορισμένος χώρος για λουλούδια, πρασιά).