Περδικούλα ημέρευα,
’κείνη αγριευότανε.
Πείσμωσα, την έδιωξα,
στα βουνά την έστειλα,
στα βουνά τα πετρωτά,
τα μολυβοσκέπαστα.
Μια (ν)αυγή, μια κονταυγή,
την αηκώ να καλαηδεί.
– Πέτα (ι)περδικούλα μου
κι έλα στα χερούλια μου!
– Τι καλό να θυμηθώ,
για να πετάξω και να ’ρθώ;