Πέρδικα

  • από

Μωρέ τη πέρδικα πο πο
που πιάσατε.

Να μην την ε πο πο
χαλάσετε.

Μωρέ να κελαηδάει πο πο
κάθε πρωί.

Και να ξυπνάει πο πο
τα νιόγαμπρα.