Πέρα μεριά, κι αντίπερα

  • από

Πέρα μεριά, κι αντίπερα, στης Μαριγώς τ’ αλώνι
όπου αλωνίζουν δώδεκα, οι έξι συνεβάζουν, 
κι η Μάρω με τη ρόκα της, στ’ αλώνια τριγυρνάει.

Της κάνω νόημα κρυφό, να φύγει απ’ τ’ αλώνι
μην τη μαράνει ο κουρνιαχτός, μην τη μαυρίσει ο ήλιος.

Κι η Μάρω μ’ αποκρίνεται, κι η Μαριγώ μου λέει:
“Μένα μ’ αρέσει ο κουρνιαχτός, μ’ αρέσει κι η μαυρίλα”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *