Ο ΔΙΓΕΝΗΣ

  • από

Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από `κειά που κοίτεται
λόγια `ντρειωμένου λέει:

Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια 
να πάτουν τα πατήματα
να `πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό, 
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού.