Γκιζἐρισα, πιρπάτησα, τα νιάτα μ΄να χουρτάσου,
κι πάλι δεν τα χόρτασα κι χουρταμόν δεν τα΄χου,
νιάτα μου γκιζιαρισμένα, νιάτα μου πιρπατημένα.
Δεν ήσαν συ, ν-αϊγόρι μου , πως κάθισαν κι μ’ ήλιγις,
πως κάθισαν κι μ’ ήλιγις ΄γω σένα δα σι πάρου ιγώ
κι τώρα ύρσις κι μι λες πού σ΄είδα, που σ{ι} αϊγάπ΄σα;
Ανάθιμα του μάστορα, τουν πρώτου τουν ντουλγκέρη,
πως έκατσιν κι τα ΄φκιασιν τα δυό τα σπίτια άτουρα,
τα δυο τα σπίτια άτουρα, τα παραθύρια καρσιτά,
σιβαίνου μέσα, τουν ακούου, βγαίνου κι όξου τουν βλέπου,
κινού να πάου κι για νιρό κι απ΄την πουρά τ΄ διαβαίνου.
——————————————
Ντουλγκέρης =κτίστης
άτουρα =δίπλα δίπλα
καρσιτά =αντικριστά
πουρά=αυλὀπορτα