Μάνα λούγε με

  • από

Μάνα λούζε με, μάνα μου χτένιζέ με
μάνα στο σχολειό, μάνα μου μη με πέμπεις
κι’ άρχοντες περνούν πεζοί και καβαλάροι
κι’ ένας νιός καλός, κι’ ένας νιος καλός
κι’ ένας νιός καλός, καλός και ‘διωματάρης
μου παιζογελά και κάνει μου το νάτο (νεύμα)
μα να τονε ιδείς να του ζηλέψεις θέλει
μάνα ο νιός καλός.