Μηλιά μ’ απού ‘σαι στον γκρεμνό, τα μήλα φορτωμένη
τα μήλα σου μυρίστηκα μα τον γκρεμνό φοβούμαι.
– Σαν τον φοβάσαι τον γκρεμνό, πάρε το μονοπάτι.
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε, σ’ ένα ερημοκλήσι,
βρίσκω σαράντα μνήματα, αδέρφια και ξαδέρφια.
Μα ένα μνήμα παράμνημα (βροντά κι αναστενάζει.
– Ίντα ‘χεις μνήμα και βοάς και βαριαναστενάζεις;
μήπως το χώμα σου ‘ν’ πολύ γι η πλάκα σου μεγάλη;
– Δεν είν’ το χώμα μου πολύ γι η πλάκα μου μεγάλη,
μόνο ‘ρθες και με πάτησες απάνω στο κεφάλι.
Κοντό, δεν ήμουνε κι εγώ άντρας και παλικάρι;
κοντό, δεν επολέμησα στον κάμπο του Ρεθύμνου;
Με δέκα πιθαμές σπαθί και δώδεκα κοντάρι
και συ ‘ρθες και με πάτησες απάνω στο κεφάλι.
– Συμπάθησέ μου, εσύ, νεκρέ, δεν το ‘ξερα ο καημένος
πως εις τον τάφο τούτονα, κείτεται αντρειωμένος).