Εξόρισε με η μοίρα μου σε δάση δασωμένα
κάτω στη μαύρη θάλασσα στον όριο καλαμιώνα.
Εκειά που διάνε τα θεριά κι είναι κατοικημένα,
κ΄ είναι τα αρκούδια μαλλιαρά τα φίδια φωλεμένα.
Κι είδα ένα μαύρο κι άσκημο πολλά ξαγριγεμένο,
και εφώναζε κι εσφύριζε