Τση Κυριακής το ξύπνημα με λιώνει με ζουρλαίνει,
ν’ ακούω γιούλια ολόμπλαβα κι ο Άγιος να σημαίνει.
Ω Παναγιά από το Σκοπό, Χρυσοπηγή απ’το Κάστρο,
φέρτε μου την αγάπη μου ναρθώ να σας δοξάσω.
Αγάπησα κι εγώ ο φτωχός ένα μπουκούνι χιόνι,
να το φιλήσω δε βαστώ, τ’αχείλι μου παγώνει.
Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται,
παρά να κανακεύουνται και να γλυκοφιλιούνται.
Τση Πόχαλης ο ανήφορος είναι ωραίο σεργιάνι,
όπου αγαπάει μελαχρινή το νου του τόνε χάνει.
Γλυκοχαράζει η χαραυγή, ξυπνάνε οι μαυρομάτες,
να ρίξουνε τα δίχτυα τους να πιάσουν τους διαβάτες.