Δενδρίτσι

  • από

Δέντρου είχα στην αυλή μου, τζάνου μ’ κυπαρίσσι στου μπαχτσέ μου Κυπαρίσσι στου μπαχτσέ μου τζάνου μ’ του πουτίζω μαύρου δάκρυ. Του πουτίζω μαύρου δάκρυ τζάνου μ’ του φαρμάκουσα του δέντρου Του φαρμάκουσα του δέντρου τζάνου μ’ κι έπισαν τα φύλλα τ’ κάτου. Έσκυψα να τα μαζέψω βρίσκω ένα δαχτυλίδι. Όνομα είχεν γραμμένο, το όνομα του λεν Μιτάξω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *