Ένας ασίκης διάβαινε

  • από

Ένας ασίκης δια μωρέ διάβαινε, 
ωρε στους κάμπους καβαλάρης.
Σέρνει νταούλια μωρέ τριάντα δυο

Σέρνει νταούλια τρια μωρέ τριάντα δυο, 
ωρε κλαρίνα εξήντα πέντε.
Και με το κιάλι μωρέ αγνάντευε.

Και με το κιάλι αγνά μωρέ αγνάντευε, 
ωρε και με το κιάλι βλέπει.
Του πεθερού του τη μωρέ την αυλή.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *