Έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα ήλιε μ’ έβγα
έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα λιγουλάκι.
Έβγα ήλιε μ’ έβγα, έβγα λιγουλάκι
για να σιργιανίσουμε μες στο περιβολάκι.
Zαλιάρικο, ζαλιάρικο
μικρό και παιχνιδιάρικο.
Nά βρω πόρο* νά βρω, πέρα να περάσω.
νά βρω την αγάπη μου, να παίξω, να γελάσω.
Zαλιάρικο, ζαλιάρικο
μικρό και σκανταλιάρικο.
Nα της πω δυο λόγια, λόγια μπιστεμένα
να της πω πουλάκι μου, τρελαίνομαι για σένα.
Zαλίζομαι, ζαλίζομαι
όταν σε συλλογίζομαι.
*πόρος = πέρασμα (αρχαία ελληνικά)